- σφυγμογράφος
- οόργανο με το οποίο εξετάζεται ο σφυγμός και παίρνεται ένα γραμμικό διάγραμμά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφυγμογράφος — ο, Ν ειδική συσκευή με την οποία καταγράφονται οι κτύποι τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmographe (< σφυγμός + γράφος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek